- σκαφία
- ή σκαφιά, ἡ, Α(σικελ. τ.) τάφρος, χαράδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ιά (πρβλ. σκοπ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάφια — σκάφιον small bowl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσκαφία — ή πανσκαφεία, ἡ, Μ το να ανοίγει ο γεωργός βαθιούς λάκκους για να φυτέψει τα δέντρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκαφία (< σκαφος < σκάπτω), πρβλ. φυτο σκαφία. Ο τ. πανσκαφεία < παν * + σκαφεία «σκάψιμο»] … Dictionary of Greek
CAPUT — I. CAPUT Iovi apud Gentiles sacrum, veluti Sapientiae officina. Hoc Romani olim non intexêre, in urbe incedentes, nullumque pilei, petasi, causiae vel alîus tegminisusum, nisi extra urbem in peregrinatione, novêre, ut Lipsius docet: Ita namque… … Hofmann J. Lexicon universale
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… … Dictionary of Greek